νύμφην, τὴν
Ερμηνεία:
[η νύφη, η γυναίκα, την οποία παίρνει κάποιος ως σύζυγο]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) νύμφη (κάθε νέα γυναίκα) < νύβω (εγκαλύπτω), Καινή Διαθήκη 8 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Καὶ τὸ Βασιλόπουλο ηὗρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|